-
1 ракетный
ракетный πυραυλικός; πυραυλοκίνητος (реактивный)' \ракетныйе установки οι πυραυλικές εγκαταστάσεις* * *πυραυλικός; πυραυλοκίνητος ( реактивный)раке́тные устано́вки — οι πυραυλικές εγκαταστάσεις
1 ракетный
раке́тные устано́вки — οι πυραυλικές εγκαταστάσεις